διέξοδος — outlet fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέξοδος — η (AM διέξοδος) [έξοδος] 1. χώρος, άνοιγμα απ όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση 2. μέσο, τρόπος διαφυγής νεοελλ. 1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα 2. φρ. «διέξοδος εμπορική» εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλλη … Dictionary of Greek
διεξόδοιν — διέξοδος outlet fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδοις — διέξοδος outlet fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδοισι — διέξοδος outlet fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδοισιν — διέξοδος outlet fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδου — διέξοδος outlet fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδους — διέξοδος outlet fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδων — διέξοδος outlet fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεξόδῳ — διέξοδος outlet fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)