διέξοδος

διέξοδος
η
1. δίοδος, μέρος από το οποίο μπορεί κανείς να βγει: Ζει σ’ ένα δρόμο χωρίς διέξοδο.
2. μτφ., τρόπος ή μέσο διαφυγής, σωτηρίας: Δεν μπορούσε να βρει διέξοδο στο οικονομικό του πρόβλημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διέξοδος — outlet fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέξοδος — η (AM διέξοδος) [έξοδος] 1. χώρος, άνοιγμα απ όπου μπορεί κανείς να περάσει, πέρασμα, διάβαση 2. μέσο, τρόπος διαφυγής νεοελλ. 1. λαθραία ή έξυπνη διαφυγή, ξεγλίστρημα 2. φρ. «διέξοδος εμπορική» εξαγωγή και πώληση τών προϊόντων μιας χώρας σε άλλη …   Dictionary of Greek

  • διεξόδοιν — διέξοδος outlet fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξόδοις — διέξοδος outlet fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξόδοισι — διέξοδος outlet fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξόδοισιν — διέξοδος outlet fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξόδου — διέξοδος outlet fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξόδους — διέξοδος outlet fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξόδων — διέξοδος outlet fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξόδῳ — διέξοδος outlet fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”